απολωλώς

απολωλώς
(-ότος), υία, ός :

απολωλός πρόβατον прям. , перен. — заблудшая овца


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "απολωλώς" в других словарях:

  • ἀπολωλώς — ἀπόλλυμι destroy utterly perf part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουλόμενος — οὐλόμενος, ένη, ον (Α) (ποιητ. τ. αντί ὀλόμενος) 1. καταραμένος, ολέθριος, θανατηφόρος, καταστρεπτικός («γῆράς τ οὐλόμενον», Ησίοδ.) 2. κατεστραμμένος, χαμένος, απολωλώς 3. δυστυχής «στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει οὐλομένης ἐμέθεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • πελελός — και πελός, ή, ό τρελός, παλαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀπολωλώς, μτχ. τού ἀπόλλυμι (πρβλ. και λ. παλαβός)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»